κολακευω

κολακευω
    κολακεύω
    κολᾰκεύω
    1) льстить, быть льстецом Plat., Arph.
    2) льстить, заискивать, окружать лестью
    

(τινά Xen.; πόλιν Plat.)

    κολακευόμενος Aeschin. — окруженный лестью или чувствительный к лести


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κολακευω" в других словарях:

  • κολακεύω — to be a flatterer pres subj act 1st sg κολακεύω to be a flatterer pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύω — κολακεύω, κολάκεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β …   Dictionary of Greek

  • κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολακεύετε — κολακεύω to be a flatterer pres imperat act 2nd pl κολακεύω to be a flatterer pres ind act 2nd pl κολακεύω to be a flatterer imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύσει — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd sg (epic) κολακεύω to be a flatterer fut ind mid 2nd sg κολακεύω to be a flatterer fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύσουσι — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd pl (epic) κολακεύω to be a flatterer fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κολακεύω to be a flatterer fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύσω — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 1st sg κολακεύω to be a flatterer fut ind act 1st sg κολακεύω to be a flatterer aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύσῃ — κολακεύω to be a flatterer aor subj mid 2nd sg κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd sg κολακεύω to be a flatterer fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύῃ — κολακεύω to be a flatterer pres subj mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres ind mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκολακευκότα — κολακεύω to be a flatterer perf part act neut nom/voc/acc pl κολακεύω to be a flatterer perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»