κολακεύω — to be a flatterer pres subj act 1st sg κολακεύω to be a flatterer pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύω — κολακεύω, κολάκεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β … Dictionary of Greek
κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολακεύετε — κολακεύω to be a flatterer pres imperat act 2nd pl κολακεύω to be a flatterer pres ind act 2nd pl κολακεύω to be a flatterer imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσει — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd sg (epic) κολακεύω to be a flatterer fut ind mid 2nd sg κολακεύω to be a flatterer fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσουσι — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd pl (epic) κολακεύω to be a flatterer fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κολακεύω to be a flatterer fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσω — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 1st sg κολακεύω to be a flatterer fut ind act 1st sg κολακεύω to be a flatterer aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσῃ — κολακεύω to be a flatterer aor subj mid 2nd sg κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd sg κολακεύω to be a flatterer fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύῃ — κολακεύω to be a flatterer pres subj mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres ind mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκολακευκότα — κολακεύω to be a flatterer perf part act neut nom/voc/acc pl κολακεύω to be a flatterer perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)